Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
καρώδης
κάρωσις
καρωτίδες
καρωτικός
καρωτόν
κάς
κάσα
κασαλβάζω
κασαλβάς
κάσας
κασαυρεῖον
κασῆς
κασία
κασιγνήτα
View word page
καρωτικός
stupefying, soporific

ShortDef

stupefying, soporific

Debugging

Headword:
καρωτικός
Headword (normalized):
καρωτικός
Headword (normalized/stripped):
καρωτικος
IDX:
45284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45285
Key:

Data

{'content': 'stupefying, soporific'}