Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
καρώδης
κάρωσις
καρωτίδες
καρωτικός
καρωτόν
κάς
κάσα
κασαλβάζω
κασαλβάς
κάσας
κασαυρεῖον
κασῆς
View word page
κάρωσις
heaviness in the head, drowsiness

ShortDef

heaviness in the head, drowsiness

Debugging

Headword:
κάρωσις
Headword (normalized):
κάρωσις
Headword (normalized/stripped):
καρωσις
IDX:
45282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45283
Key:

Data

{'content': 'heaviness in the head, drowsiness'}