Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρχαρίας
καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
καρώδης
κάρωσις
καρωτίδες
καρωτικός
καρωτόν
κάς
κάσα
κασαλβάζω
κασαλβάς
κάσας
κασαυρεῖον
View word page
καρώδης
drowsy, heavy

ShortDef

drowsy, heavy

Debugging

Headword:
καρώδης
Headword (normalized):
καρώδης
Headword (normalized/stripped):
καρωδης
IDX:
45281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45282
Key:

Data

{'content': 'drowsy, heavy'}