Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρχαλέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
καρώδης
κάρωσις
καρωτίδες
καρωτικός
καρωτόν
κάς
κάσα
κασαλβάζω
κασαλβάς
κάσας
View word page
καρώ
caraway

ShortDef

caraway

Debugging

Headword:
καρώ
Headword (normalized):
καρώ
Headword (normalized/stripped):
καρω
IDX:
45280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45281
Key:

Data

{'content': 'caraway'}