Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρφώδης
καρχαλέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
καρώδης
κάρωσις
καρωτίδες
καρωτικός
καρωτόν
κάς
κάσα
κασαλβάζω
κασαλβάς
View word page
καρχήσιος
halyards of a ship

ShortDef

halyards of a ship

Debugging

Headword:
καρχήσιος
Headword (normalized):
καρχήσιος
Headword (normalized/stripped):
καρχησιος
IDX:
45279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45280
Key:

Data

{'content': 'halyards of a ship'}