Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάρφω
καρφώδης
καρχαλέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
καρώδης
κάρωσις
καρωτίδες
καρωτικός
καρωτόν
κάς
κάσα
κασαλβάζω
View word page
καρχήσιον
a drinking-cup, mast-head of a ship

ShortDef

a drinking-cup, mast-head of a ship

Debugging

Headword:
καρχήσιον
Headword (normalized):
καρχήσιον
Headword (normalized/stripped):
καρχησιον
IDX:
45278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45279
Key:

Data

{'content': 'a drinking-cup, mast-head of a ship'}