Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρφόω
κάρφω
καρφώδης
καρχαλέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
καρώδης
κάρωσις
καρωτίδες
καρωτικός
καρωτόν
κάς
κάσα
View word page
Καρχηδών
Carthage

ShortDef

Carthage

Debugging

Headword:
Καρχηδών
Headword (normalized):
καρχηδών
Headword (normalized/stripped):
καρχηδων
IDX:
45277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45278
Key:

Data

{'content': 'Carthage'}