Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
καρφόω
κάρφω
καρφώδης
καρχαλέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
καρώδης
κάρωσις
καρωτίδες
View word page
κάρχαρος
sharp-pointed, jagged, with sharp
ShortDef
sharp-pointed, jagged, with sharp
Debugging
Headword:
κάρχαρος
Headword (normalized):
κάρχαρος
Headword (normalized/stripped):
καρχαρος
IDX:
45273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45274
Key:
Data
{'content': 'sharp-pointed, jagged, with sharp'}