Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
καρφόω
κάρφω
καρφώδης
καρχαλέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
καρώδης
κάρωσις
View word page
καρχαρόδους
with sharp, jagged teeth

ShortDef

with sharp, jagged teeth

Debugging

Headword:
καρχαρόδους
Headword (normalized):
καρχαρόδους
Headword (normalized/stripped):
καρχαροδους
IDX:
45272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45273
Key:

Data

{'content': 'with sharp, jagged teeth'}