Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
καρφόω
κάρφω
καρφώδης
καρχαλέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
καρώ
View word page
καρχαλέος
rough

ShortDef

rough

Debugging

Headword:
καρχαλέος
Headword (normalized):
καρχαλέος
Headword (normalized/stripped):
καρχαλεος
IDX:
45270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45271
Key:

Data

{'content': 'rough'}