Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
καρφόω
κάρφω
καρφώδης
καρχαλέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
καρχήσιος
View word page
καρφώδης
full of κάρφη, of uncleansed wool
ShortDef
full of κάρφη, of uncleansed wool
Debugging
Headword:
καρφώδης
Headword (normalized):
καρφώδης
Headword (normalized/stripped):
καρφωδης
IDX:
45269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45270
Key:
Data
{'content': 'full of κάρφη, of uncleansed wool'}