Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
καρφόω
κάρφω
καρφώδης
καρχαλέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
καρχήσιον
View word page
κάρφω
to dry up, wither
ShortDef
to dry up, wither
Debugging
Headword:
κάρφω
Headword (normalized):
κάρφω
Headword (normalized/stripped):
καρφω
IDX:
45268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45269
Key:
Data
{'content': 'to dry up, wither'}