Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
καρφόω
κάρφω
καρφώδης
καρχαλέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
Καρχηδόνιος
Καρχηδών
View word page
καρφόω
nail

ShortDef

nail

Debugging

Headword:
καρφόω
Headword (normalized):
καρφόω
Headword (normalized/stripped):
καρφοω
IDX:
45267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45268
Key:

Data

{'content': 'nail'}