Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
καρφόω
κάρφω
καρφώδης
καρχαλέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
κάρχαρος
καρχάσιον
Καρχηδονίζω
View word page
καρφολογέω
gather dry twigs

ShortDef

gather dry twigs

Debugging

Headword:
καρφολογέω
Headword (normalized):
καρφολογέω
Headword (normalized/stripped):
καρφολογεω
IDX:
45265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45266
Key:

Data

{'content': 'gather dry twigs'}