Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
καρφόω
κάρφω
καρφώδης
καρχαλέος
καρχαρίας
καρχαρόδους
View word page
καρφισμός
gleaning
ShortDef
gleaning
Debugging
Headword:
καρφισμός
Headword (normalized):
καρφισμός
Headword (normalized/stripped):
καρφισμος
IDX:
45262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45263
Key:
Data
{'content': 'gleaning'}