Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
καρφόω
κάρφω
καρφώδης
View word page
καρφηρός
of dry straw
ShortDef
of dry straw
Debugging
Headword:
καρφηρός
Headword (normalized):
καρφηρός
Headword (normalized/stripped):
καρφηρος
IDX:
45259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45260
Key:
Data
{'content': 'of dry straw'}