Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
καρφόω
κάρφω
View word page
κάρφη
dry grass, hay

ShortDef

dry grass, hay

Debugging

Headword:
κάρφη
Headword (normalized):
κάρφη
Headword (normalized/stripped):
καρφη
IDX:
45258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45259
Key:

Data

{'content': 'dry grass, hay'}