Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
καρφόω
View word page
καρφεῖα
ripe fruit
ShortDef
ripe fruit
Debugging
Headword:
καρφεῖα
Headword (normalized):
καρφεῖα
Headword (normalized/stripped):
καρφεια
IDX:
45257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45258
Key:
Data
{'content': 'ripe fruit'}