Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
κάρφος
View word page
καρφαμάτιον
rake for collecting fallen ears of grain

ShortDef

rake for collecting fallen ears of grain

Debugging

Headword:
καρφαμάτιον
Headword (normalized):
καρφαμάτιον
Headword (normalized/stripped):
καρφαματιον
IDX:
45256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45257
Key:

Data

{'content': 'rake for collecting fallen ears of grain'}