Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
καρφολογέω
View word page
καρφαλέος
dry, parched
ShortDef
dry, parched
Debugging
Headword:
καρφαλέος
Headword (normalized):
καρφαλέος
Headword (normalized/stripped):
καρφαλεος
IDX:
45255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45256
Key:
Data
{'content': 'dry, parched'}