Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
καρφοειδής
View word page
καρυωτός
date

ShortDef

date

Debugging

Headword:
καρυωτός
Headword (normalized):
καρυωτός
Headword (normalized/stripped):
καρυωτος
IDX:
45254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45255
Key:

Data

{'content': 'date'}