Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
καρφίτης
View word page
καρυῶτις
date
ShortDef
date
Debugging
Headword:
καρυῶτις
Headword (normalized):
καρυῶτις
Headword (normalized/stripped):
καρυωτις
IDX:
45253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45254
Key:
Data
{'content': 'date'}