Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρυκοποιός
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
καρφίον
καρφισμός
View word page
καρυώδης
like a walnut
ShortDef
like a walnut
Debugging
Headword:
καρυώδης
Headword (normalized):
καρυώδης
Headword (normalized/stripped):
καρυωδης
IDX:
45252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45253
Key:
Data
{'content': 'like a walnut'}