Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
κάρφινος
View word page
Καρύστιος
of Carystos

ShortDef

of Carystos

Debugging

Headword:
Καρύστιος
Headword (normalized):
καρύστιος
Headword (normalized/stripped):
καρυστιος
IDX:
45250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45251
Key:

Data

{'content': 'of Carystos'}