Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
κάρφη
καρφηρός
View word page
καρυόφυλλον
dried flowerbud of the clove-tree, Eugenia caryophyllata
ShortDef
dried flowerbud of the clove-tree, Eugenia caryophyllata
Debugging
Headword:
καρυόφυλλον
Headword (normalized):
καρυόφυλλον
Headword (normalized/stripped):
καρυοφυλλον
IDX:
45249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45250
Key:
Data
{'content': 'dried flowerbud of the clove-tree, Eugenia caryophyllata'}