Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
καρφαλέος
καρφαμάτιον
καρφεῖα
View word page
καρυοναύτης
one who sails in a nut-shell

ShortDef

one who sails in a nut-shell

Debugging

Headword:
καρυοναύτης
Headword (normalized):
καρυοναύτης
Headword (normalized/stripped):
καρυοναυτης
IDX:
45247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45248
Key:

Data

{'content': 'one who sails in a nut-shell'}