Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
καρυωτός
View word page
καρυόδενδρον
walnut-tree

ShortDef

walnut-tree

Debugging

Headword:
καρυόδενδρον
Headword (normalized):
καρυόδενδρον
Headword (normalized/stripped):
καρυοδενδρον
IDX:
45244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45245
Key:

Data

{'content': 'walnut-tree'}