Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
καρυώδης
καρυῶτις
View word page
καρυοβαφής
stained with walnut-juice
ShortDef
stained with walnut-juice
Debugging
Headword:
καρυοβαφής
Headword (normalized):
καρυοβαφής
Headword (normalized/stripped):
καρυοβαφης
IDX:
45243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45244
Key:
Data
{'content': 'stained with walnut-juice'}