Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
Κάρυστος
View word page
καρυκοποιέω
make a καρύκη
ShortDef
make a καρύκη
Debugging
Headword:
καρυκοποιέω
Headword (normalized):
καρυκοποιέω
Headword (normalized/stripped):
καρυκοποιεω
IDX:
45241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45242
Key:
Data
{'content': 'make a καρύκη'}