Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
Καρύστιος
View word page
καρυκοειδής
like καρύκη, a rich sauce
ShortDef
like καρύκη, a rich sauce
Debugging
Headword:
καρυκοειδής
Headword (normalized):
καρυκοειδής
Headword (normalized/stripped):
καρυκοειδης
IDX:
45240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45241
Key:
Data
{'content': 'like καρύκη, a rich sauce'}