Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
καρυοπώλης
καρυόφυλλον
View word page
καρύκινος
dark-red
ShortDef
dark-red
Debugging
Headword:
καρύκινος
Headword (normalized):
καρύκινος
Headword (normalized/stripped):
καρυκινος
IDX:
45239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45240
Key:
Data
{'content': 'dark-red'}