Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
καρυοναύτης
View word page
καρυκεύω
dress with rich sauce

ShortDef

dress with rich sauce

Debugging

Headword:
καρυκεύω
Headword (normalized):
καρυκεύω
Headword (normalized/stripped):
καρυκευω
IDX:
45237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45238
Key:

Data

{'content': 'dress with rich sauce'}