Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
κάρυον
View word page
καρύκευμα
savoury dish
ShortDef
savoury dish
Debugging
Headword:
καρύκευμα
Headword (normalized):
καρύκευμα
Headword (normalized/stripped):
καρυκευμα
IDX:
45236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45237
Key:
Data
{'content': 'savoury dish'}