Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυοβαφής
καρυόδενδρον
καρυοκατάκτης
View word page
καρυκεία
cooking with καρύκη, a rich Persian dish; gen. rich cookery
ShortDef
cooking with καρύκη, a rich Persian dish; gen. rich cookery
Debugging
Headword:
καρυκεία
Headword (normalized):
καρυκεία
Headword (normalized/stripped):
καρυκεια
IDX:
45235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45236
Key:
Data
{'content': 'cooking with καρύκη, a rich Persian dish; gen. rich cookery'}