Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
καρυοβαφής
View word page
Καρύϊνος
of nuts
ShortDef
of nuts
Debugging
Headword:
Καρύϊνος
Headword (normalized):
καρύϊνος
Headword (normalized/stripped):
καρυινος
IDX:
45233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45234
Key:
Data
{'content': 'of nuts'}