Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
καρυκοποιός
View word page
καρυηρός
nut-like

ShortDef

nut-like

Debugging

Headword:
καρυηρός
Headword (normalized):
καρυηρός
Headword (normalized/stripped):
καρυηρος
IDX:
45232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45233
Key:

Data

{'content': 'nut-like'}