Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
καρυκοειδής
καρυκοποιέω
View word page
καρυήματα
nuts

ShortDef

nuts

Debugging

Headword:
καρυήματα
Headword (normalized):
καρυήματα
Headword (normalized/stripped):
καρυηματα
IDX:
45231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45232
Key:

Data

{'content': 'nuts'}