Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
καρύκη
καρύκινος
View word page
καρυερία
dicing for nuts
ShortDef
dicing for nuts
Debugging
Headword:
καρυερία
Headword (normalized):
καρυερία
Headword (normalized/stripped):
καρυερια
IDX:
45229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45230
Key:
Data
{'content': 'dicing for nuts'}