Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
καρύκευμα
καρυκεύω
View word page
καρύδιον
small nut
ShortDef
small nut
Debugging
Headword:
καρύδιον
Headword (normalized):
καρύδιον
Headword (normalized/stripped):
καρυδιον
IDX:
45227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45228
Key:
Data
{'content': 'small nut'}