Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
καρυκεία
View word page
καρυατίζω
play with nuts

ShortDef

play with nuts
to dance the Caryatic dance

Debugging

Headword:
καρυατίζω
Headword (normalized):
καρυατίζω
Headword (normalized/stripped):
καρυατιζω
IDX:
45225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45226
Key:

Data

{'content': 'play with nuts'}