Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
Καρύϊνος
καρυΐτης
View word page
Καρύαι
a place in Laconia
ShortDef
a place in Laconia
Debugging
Headword:
Καρύαι
Headword (normalized):
καρύαι
Headword (normalized/stripped):
καρυαι
IDX:
45224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45225
Key:
Data
{'content': 'a place in Laconia'}