Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
καρυηρός
View word page
κάρτος
strength, vigour, courage
ShortDef
strength, vigour, courage
Debugging
Headword:
κάρτος
Headword (normalized):
κάρτος
Headword (normalized/stripped):
καρτος
IDX:
45222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45223
Key:
Data
{'content': 'strength, vigour, courage'}