Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
καρυήματα
View word page
καρτός
shorn smooth
ShortDef
shorn smooth
Debugging
Headword:
καρτός
Headword (normalized):
καρτός
Headword (normalized/stripped):
καρτος
IDX:
45221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45222
Key:
Data
{'content': 'shorn smooth'}