Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
καρυηδόν
View word page
κάρτη
garment

ShortDef

garment

Debugging

Headword:
κάρτη
Headword (normalized):
κάρτη
Headword (normalized/stripped):
καρτη
IDX:
45220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45221
Key:

Data

{'content': 'garment'}