Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
καρυερία
View word page
καρτερύνω
strengthen

ShortDef

strengthen

Debugging

Headword:
καρτερύνω
Headword (normalized):
καρτερύνω
Headword (normalized/stripped):
καρτερυνω
IDX:
45219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45220
Key:

Data

{'content': 'strengthen'}