Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
καρυδόω
View word page
καρτερόω
strengthen

ShortDef

strengthen

Debugging

Headword:
καρτερόω
Headword (normalized):
καρτερόω
Headword (normalized/stripped):
καρτεροω
IDX:
45218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45219
Key:

Data

{'content': 'strengthen'}