Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
καρύδιον
View word page
καρτεροψυχία
strength of spirit

ShortDef

strength of spirit

Debugging

Headword:
καρτεροψυχία
Headword (normalized):
καρτεροψυχία
Headword (normalized/stripped):
καρτεροψυχια
IDX:
45217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45218
Key:

Data

{'content': 'strength of spirit'}