Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
Καρυατίζω
View word page
καρτερόχειρ
strong-handed

ShortDef

strong-handed

Debugging

Headword:
καρτερόχειρ
Headword (normalized):
καρτερόχειρ
Headword (normalized/stripped):
καρτεροχειρ
IDX:
45216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45217
Key:

Data

{'content': 'strong-handed'}