Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
καρυατίζω
View word page
καρτερόφρων
stout-hearted

ShortDef

stout-hearted

Debugging

Headword:
καρτερόφρων
Headword (normalized):
καρτερόφρων
Headword (normalized/stripped):
καρτεροφρων
IDX:
45215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45216
Key:

Data

{'content': 'stout-hearted'}