Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καρτέρημα
καρτέρησις
καρτερία
καρτερικός
καρτεροβρέντας
καρτεροβρόντης
καρτερόθυμος
καρτεροπληγής
καρτερόπονος
καρτερός
καρτερούντως
καρτερόφρων
καρτερόχειρ
καρτεροψυχία
καρτερόω
καρτερύνω
κάρτη
καρτός
κάρτος
καρύα
Καρύαι
View word page
καρτερούντως
strongly, stoutly

ShortDef

strongly, stoutly

Debugging

Headword:
καρτερούντως
Headword (normalized):
καρτερούντως
Headword (normalized/stripped):
καρτερουντως
IDX:
45214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45215
Key:

Data

{'content': 'strongly, stoutly'}